Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΑΤΡΩΝ


Μὲ λαμπρότητα ἑορτάσθη ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Πατρῶν μὲ κέντρο τὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν.

Στὴ Θεία Λειτουργία προέστη ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, συλλειτουργοῦντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Κερνίτσης κ. Χρυσάνθου, μὲ τὴν συμμετοχὴ πολλῶν Κληρικῶν, Ἐκπροσώπων Ἀρχῶν καὶ Φορέων καί πλήθους Λαοῦ.

Τὸν θεῖο λόγο ἐκήρυξε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὴν οὐσία καὶ σημασία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐτόνισε : 

Ἡ πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη στὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας.

Μέσα ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς ἀναστηλώσεως τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, μεταφερόμεθα στὸ γνήσιο κλῖμα τῆς σχέσεως τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργηθέντος ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεῖο Πλαστουργό του.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἐκφράζει τὴν οὐσιαστικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κτίση ὁλόκληρη. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐδόθη μέσα ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐσαρκώθη καὶ προσέλαβε τὸ ἀνθρώπινο φύραμα, ὥστε νὰ θεώσῃ τὸ πρόσλημα σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγόριου τοῦ Θεολόγου. Εἶναι ἐξ’ ἄλλου τοῖς πᾶσι γνωστὸ ὅτι, ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, ὡς ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἑπομένως εἶναι ἡ ζωή, ἀφοῦ ὄχι μόνο μιλάει, ἀλλὰ ἔχει καὶ προσφέρει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ διαθέτει τὸν ἀληθινὸ καὶ τέλειο ἄνθρωπο.

Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἡ μόνη λύση στὰ ὅποια ἀνθρώπινα προβλήματα, ἡ μόνη διέξοδος ἀπὸ τὰ σκοτάδια καὶ τὰ φοβερὰ τέλματα στὰ ὁποῖα εὑρίσκεται ἡ ἀνθρωπότητα. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς ἀλήθεια, ὡς θεανθρώπινη κοινωνία, ὡς ἡ μόνη ἐλπίδα, εἶναι ὁ μόνος δρόμος νὰ ἐξέλθωμε ἀπὸ τὴν ἀπαίσια κόλαση στὴν ὁποία καταδικάσαμε τὸν ἑαυτὸ μας, ζώντας παρὰ – λόγον ἢ καλύτερα βασανιζόμενοι μέσα στὴν ἀλογία τῶν παθῶν.

Αὐτὸ τὸ γνήσιο πνεῦμα, τῆς οὐσιαστικῆς καὶ σωτήριας σχέσεως, τῆς σταυροαναστάσιμης κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, τὸ ἐκφράζει μυστηριακὰ, μόνο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς κατέχουσα καὶ διαφυλάττουσα, ἀκενοτόμητη, τὴν ἀποκεκαλυμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλήθεια. Τὸ ἐκφράζει μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη ζωὴ καὶ πορεία της μέσα ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ζωή της, μέσα ἀπὸ τὴν παράδοσή της.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταυτισμένη μὲ τὴν Ἐκκλησία. Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο ἀπαγγέλομε κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ὁμολογοῦμε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. «Πιστεύω…εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».

Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς Ἐκκλησίες.  Μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἁγία καὶ καθολικὴ καὶ ἀποστολική. Ἄρα ὅλες οἱ ἄλλες ὁμάδες οἱ αὐτοαποκαλούμενες Ἐκκλησίες, οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν μέ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν καί τήν οὐσίαν τοῦ ὃρου, διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι μία, δὲν μοιράζεται, δὲν κομματιάζεται δηλαδή. Ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν μόνη ἀλήθεια καὶ τὴν μία Ἐκκλησία, αὐτομάτως ταυτίζεται μὲ τὴν αἵρεση, ἀφοῦ δὲν συμφωνεῖ εἰς ἕνα ἢ περισσότερα σημεῖα μὲ τὴν μία πίστη.

Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια διεκήρυξαν καὶ γι’ αὐτὴν ἀγωνίστηκαν μὲ παρρησία, μέχρις αἵματος πολλάκις οἱ πυρφόροι ἀγωνισταί, Πατέρες καὶ Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων μέχρι σήμερα.

Ἡ Δύση, ὡς ἀλλοιώσασα αὐτὴ τὴν διδασκαλία ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν ἄμπελον τοῦ Κυρίου μὲ ὅλα τὰ φρικτὰ ἐπακόλουθα, μὲ τὶς γνωστὲς ἀντιθέσεις, μεταξύ τῆς Θεολογίας καὶ τῆς ζωῆς, τὶς αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες, τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν πρώτη, τὴν ἀρχέγονη δηλαδή πατερικὴ παράδοση, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γεννηθοῦν ὅλα τὰ σύγχρονα, ἀθεϊστικὰ  καὶ ψεύτικα κοινωνικὰ καὶ πολιτικά ἢ τὰ λεγόμενα πολιτιστικά κινήματα, τὰ ὁποῖα στὸ τέλος ἀντὶ νὰ ἐνισχύουν, ὡς ψευδῶς, κατ’ ἀρχὰς διακηρύττουν, ἀπογοητεύουν τὸν ἄνθρωπο.

Ὁ Ἃγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα, τῆς ἀπομακρύνσεως δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν μία καὶ σώζουσα ὁδὸ καὶ ἀλήθεια καί τήν πτώση τῆς Δύσεως, γράφει χαρακτηριστικά:

«Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως  εἰς τὴν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια: τὸ νὰ θέλῃ κάποιος νὰ γίνῃ καλὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὸ νὰ θέλῃ κανεὶς νὰ γίνῃ τέλειος διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλὰ τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἀσυναισθήτως ἐξισοῦται μὲ τὸ διάβολο..

Καὶ εἰς τὴν ὑψηλοφροσύνη του αὐτὴν διὰ μιᾶς ἔγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅλος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας λοιπόν, πάσης ἁμαρτίας συνίσταται εἰς αὐτὴν τὴν ἀλαζονικὴν αὐταπάτην. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία καὶ αὐτοῦ τοῦ διαβόλου, τοῦ Σατανᾶ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο τί παρὰ νὰ μὴ θέλῃ κανεὶς νὰ μένῃ εἰς τὴν φύσιν του, τὸ νὰ μὴ θέλῃ ἐντός του τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτοῦ του. Σέ ἂλλο σημεῖο ὁ ἲδιος ἀναφέρει: «Τὸ δόγμα τοῦτο (τὸ ἀλάθητό τοῦ πάπα) ἔχει κοσμοϊστορικὴν σημασίαν δὶ’ ὅλην τὴν τύχη τῆς Εὐρώπης, μάλιστα δὲ διὰ τοὺς ἀποκαλυπτικοὺς καιρούς της, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει ἤδη εἰσέλθει.

Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ Εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοὶ ἀπέκτησαν τὸ ἰδεῶδες καὶ τὸ εἴδωλόν των: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης. Τὸ εὐρωπαϊκὸν οὐμανιστικὸν πάνθεον ἀπέκτησε τὸν Δίαν του…Τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἴναι νιτσεϊκὴ κατάφασις εἰς ὁλόκληρον τὴν δημιουργίαν τοῦ εὐρωπαίου οὐμανιστικοῦ ἀνθρώπου».

Σήμερα ἐπιχειρεῖται μέσα ἀπὸ ἕνα πνεῦμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ξένο μὲ τὴν ἀποκεκαλυμένη ἀλήθεια καὶ τὴν μία σώζουσα πίστη, νὰ ὁδηγηθῇ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σὲ πνευματικὸ χάος, ἀφοῦ ἀγνοεῖ τὴν ἀσκητική τῆς Ὀρθοδοξίας, καί δέν γνωρίζει τὸ βαθύτερο πνεῦμα τῆς παραμονῆς στὴν Ἀποστολικὴ παράδοση.